τσιρίζω

τσιρίζω
Ν
βλ. τσυρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσιρίζω — τσιρίζω, τσίριξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τσιρίζω — τσίριξα 1. τσιτσιρίζω (βλ. λ.). 2. μτφ. (για νήπια), βγάζω διαπεραστικές κραυγές: Έδειρε το παιδί κι αυτό τσίριζε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ονοματοποιία — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα …   Dictionary of Greek

  • παρατρύζω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «παραφωνῶ, γογγύζω»>, τσιρίζω γοερά 2. (κατά τον Φώτ.) «εἴληπται δὲ ἀπό τῶν ὀρνέων ὅτ ἄν τοῑς οἰκείοις νεοττοῑς γοερὰ ἐπιφωνοῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρύζω «μουρμουρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • τρίζω — ΝΜΑ παράγω τριγμό, δηλαδή λεπτό, ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο ήχος τού πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. «ταῡροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ ἐτετρίγει», Βάβρ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «τρίζω τα δόντια σε κάποιον» μιλώ σε κάποιον αυστηρά και… …   Dictionary of Greek

  • τσυρίδα — και τσιρίδα, η, Ν διαπεραστική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσυρίζω / τσιρίζω + κατάλ. ίδα (πρβλ. γλιστρ ίδα)] …   Dictionary of Greek

  • τσυρίζω — και τσιρίζω Ν (ιδίως για νήπιο) βγάζω διαπεραστικές κραυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (για την τροπή τού σ σε τσ , πρβλ. κό τσ υφας < κό σσ υφος, τσεκούρι < σεκούριον)] …   Dictionary of Greek

  • τσυριχτός — και τσιριχτός, ο, Ν [τσυρίζω / τσιρίζω] αυτός ο οποίος γίνεται με τσιρίδες, με διαπεραστικές κραυγές («τσυριχτό κλάμα») …   Dictionary of Greek

  • τσύρισμα — και τσίρισμα, το, Ν [τσυρίζω / τσιρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσυρίζω …   Dictionary of Greek

  • ţâr — ŢÂR1 interj. Cuvânt care imită zgomotul intermitent produs de greier şi de alte insecte sau de un lichid care se scurge picurând de undeva. [var.: ţârc interj.] – Onomatopee. Trimis de cata, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  ŢÂR2, ţâri, s.m. 1.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”